- ἀσίλλας
- ἀσίλλᾱς , ἄσιλλαyokefem acc plἀσίλλᾱς , ἄσιλλαyokefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φέρμια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῑα, οἷον σπυρίδια». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί φέρνιον*, α] … Dictionary of Greek